- γαλουχούμαι
- emzirilmek(mec) eğitilmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
γαλουχούμαι — γαλουχούμαι, γαλουχήθηκα, γαλουχημένος βλ. πίν. 74 Σημειώσεις: γαλουχούμαι : σε μη επίσημο ύφος λόγου κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ) (γαλουχιέμαι) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής